Il corpo vivo gridava: due poesie di Paola Malavasi tradotte in greco/ Το σώμα ζωντανό φώναζε: Δύο ποιήματα της Πάολα Μαλαβάζι
“Υπό το φως της ημέρας, στην αγορά,/ συνάντησα έναν ξένο/ δίπλα σε έναν πάγκο με ρόδια./ «Θέλεις να αγοράσεις την ιστορία του Ορφέα και της Ευρυδίκης;/ Για δυο ρόδια»./”– «Για πες».― Primitive

Η Πάολα Μαλαβάζι γεννήθηκε στο Βιτέρμπο το 1965 και πέθανε απρόσμενα στη Βενετία στις 18 Σεπτεμβρίου του 2005. Είχε καταγωγή από την Εμίλια-Ρομάνια και ήταν ποιήτρια, αρθρογράφος, μεταφράστρια και καθηγήτρια λυκείου. Δίδασκε Ιταλική Γλώσσα και Λογοτεχνία και Λατινική Λογοτεχνία στο Λύκειο «Ignazio Vian» του Μπρατσιάνο, στην επαρχία της Ρώμης.
Aγαπούσε πολύ τη διδασκαλία και πίστευε στις δυνατότητες και την ευαισθησία των νέων. Το 2005, οργάνωσε την εκδήλωση «Συνάντηση στον Κήπο» για νέους ποιητές στη Βίλα Μορέττι στο Τσεζενάτικο. Είχε επίσης αφιερώσει στους νέους δύο ανθολογίες με τους τίτλους: I ribelli: Maledetti, futuristi e beat [Οι επαναστάτες: Καταραμένοι, φουτουριστές και μπιτ] και I luoghi del mito [Οι τόποι του μύθου]. Η πρώτη της ποιητική συλλογή, Dolce [Γλυκό], εκδόθηκε το 1999. Ακολούθησαν τρεις ποιητικές συλλογές και δύο βιβλία πεζογραφίας. Το μεταφραστικό της έργο περιλαμβάνει χωρία της Αινειάδας, ποιήματα της Έμιλυ Ντίκινσον, του Πολωνού ποιητή Άνταμ Ζαγκαγιέφσκι και του Ολλανδού Βίλλεμ φον Τόορν.
Για την ποίησή της έχουν γραφτεί πολλές θετικές κριτικές και θεωρείται μία από τις σημαντικότερες φωνές της νέας Ιταλικής ποίησης. Η ποίηση της Μαλαβάζι χαρακτηρίζεται από ένα συναισθηματικά έντονο αλλά συγκρατημένο ύφος που εκφράζεται μέσα από μία ελαφρώς μελαγχολική καθημερινή γλώσσα. Η γλώσσα αυτή είναι εσωστρεφής, ακριβής, πλούσια μα και συγχρόνως νηφάλια και αμετάκλητη. Στα ποιήματά της διαφαίνεται η ενασχόλησή της με την καθημερινότητα, το σπίτι και την οικογένεια και ταυτόχρονα με τα μεγάλα ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης όπως τον έρωτα, τον θεό και τον θάνατο. Επίσης, τα ποιήματα διακρίνονται από μία λεπτή μουσικότητα, και μέσω της λιτότητάς τους, δημιουργούν εξαιρετικά καθαρές φωτογραφικές εικόνες.
Το 1999 βραβεύτηκε με το Βραβείο Πάτζινε, το 2001 με το Βραβείο Μοντάλε για ανέκδοτο έργο και το 2002 με το Βραβείο Λέριτσι Πέα. To 2006, έναν χρόνο μετά το θάνατό της, εκδόθηκε η συλλογή A questo servono le lacrime [Σ’ αυτό χρησιμεύουν τα δάκρυα], που επιμελήθηκε ο σύντροφός της και ποιητής Ένιο Καβάλλι. Σε αυτήν, ο Καβάλλι γράφει με θλίψη πως η ποίηση της συντρόφου του προερχόταν από ένα εσωτερικό ρήγμα: «Ήμασταν στην Ισλανδία, στο σημείο όπου μία ταραχοποιός δύναμη θα ήθελε να χωρίσει τις ηπείρους, Ευρώπη και Αμερική. Η ποίησή σου πηγάζει από αυτό το ρήγμα. Μέσα σου δύο κόσμοι σε σύγκρουση αλληλοπροσαρμόζονται».
Τα δύο ποιήματα που φιλοξενούνται εδώ είναι από το ‘Primitive‘ και τη συλλογή ‘A questo servono le lacrime‘ και μεταφράζονται για πρώτη φορά στα ελληνικά.
Από το “Primitive”
Αν κίνηση σημαίνει ζωή,
ακίνητη στην καρέκλα μπροστά στη θάλασσα
η δική μου είναι ένας ήσυχος θάνατος.
Όπως η πέτρα δεν μετράω τα κύματα
που σκάνε.
Όπως τα πουλιά δεν μ’ ενδιαφέρει
πόσες δεκαετίες θα δω,
μα πόσο μεγάλα είναι τα χέρια μου.
Στη μνήμη μένουν οι απόπειρες,
αλλά η ιστορία είναι το πώς πλάθονται τ’ αστέρια.
Οι βλαστοί ανθίζουν αδιάφοροι.
Μετά από μια στιγμή ευχαρίστησης
φιλοξενώ τη ζωή: το παιδί που έχω στη μήτρα
σκεπάζω με την πρώτη κουβέρτα
χαμηλώνοντας το χέρι στην κοιλιά.
Οι πράξεις είναι επιδρομές σε αδειασμένες σιταποθήκες.
Γι’ αυτό ο δικός μου χρόνος συντονίζει το σώμα
με τις διαθέσεις της γης.
Φυσάει καταστροφή στα τείχη.
Με κερδίζουν ο ρυθμός της καρδιάς
και η ανάσα που διαχωρίζει την έκρηξη
από τη γέννηση του βουνού.
*
Χθες βράδυ ονειρεύτηκα μιαν άλλη Νήσο.
Μια αλυσίδα από αντικριστά κανάλια με σπίτια,
καλύβες κάτω από τις καλύβες και στάβλους και τρυπημένους λόφους.
Ένα μέρος δροσερό, για ν’ αποθηκεύεις το κρέας,
ν’ αφήνεις τα τυριά, να κρύβεσαι απ’ το βλέμμα των ανθρώπων.
Ονειρεύτηκα πως κατέβαινα από το πηγάδι του κήπου μου
πατώντας τα πόδια στις εγκοπές
που χρησιμοποιεί ο υπηρέτης για να ξαναπιάσει τον κουβά.
Πρώτα μια λάμπα αναμμένη και σκιές
σ’ ένα χωριό πιο πέρα,
μετά το σκοτάδι που σβήνει τη μικρή φλόγα
και βήμα βήμα στις σκαμμένες σήραγγες
στους αιχμηρούς τοίχους να χαράζονται περιγράμματα,
σιγά σιγά η σιωπή.
Μέχρι που σ΄ένα σημείο, χωρίς κανένα στήριγμα,
γύρω μόνο γη, έπαυσα να ακούω
τον κόσμο έξω και έσβηνα, ξεχνούσα τις φωνές.
«Αν αυτό είναι ο θάνατος…»
«Αν είναι αυτό, δεν τον φοβάμαι».
Το έλεγα με τη γλώσσα των βουβών, των φοβισμένων,
των νεκρών, ένιωθα που έφευγε και η σκέψη μου,
μονάχα ένα βάρος με πίεζε στο στήθος
καθώς εγκατέλειπα χέρια
και πόδια, ποια χέρια, ποια πόδια;
Και τα βήματα χάνονταν σαν σε ζαλάδα απ’ το κρασί
ή ασυναισθησία στην αρχή του ύπνου.
Ένα κρύο ρίγος με τράνταξε
και η παρουσία του ίδιου μου του χεριού που, γλυκό,
μου ακουμπούσε τον ώμο.
Το σώμα μου ζωντανό φώναζε.
*
Υπό το φως της ημέρας, στην αγορά,
συνάντησα έναν ξένο
δίπλα σε έναν πάγκο με ρόδια.
«Θέλεις να αγοράσεις την ιστορία του Ορφέα και της Ευρυδίκης;
Για δύο ρόδια».
«Για πες».
«Ήταν η μέρα και η νύχτα.
Ο Ορφέας, ζωή δίχως παύση,
λύγιζε τις νότες εν δράσει, μπαλέτο του ήλιου.
Η Ευρυδίκη χάριζε τη φωνή στις εποχές.
Μια μέρα και μια νύχτα εκείνη πέθανε.
Ήδη χλωμή, σφιχτά τυλιγμένη,
χωρίς δύναμη να χαμογελά,
άκουγε να την καλούν έτσι όπως ήταν.
Ο Ορφέας έπεισε το θάνατο με τη μουσική.
Μα παραβίασε τον όρο του χρόνου.
Γυρνώντας προς την Ευρυδίκη,
τη βρήκε αργή και ήρεμη
να ξαναβρίσκει το μονοπάτι,
να κάνει στροφή, να γυρίζει στο θάνατό της».
«Πώς έμοιαζε η Ευρυδίκη, ξένε;»
«Μάτια σαν τα δικά σου, χείλη επιθυμητά,
ίδια θλίψη», μου είπε,
με χείλη ήδη βαμμένα από το φρούτο.
Γυρνώντας στο σπίτι εκείνη την ημέρα, έψαξα
τη φευγαλέα στιγμή όπου το πικρό φως ενδίδει στη νύχτα.
Τη νύχτα ο ύπνος είναι μία ρίζα.
Εγώ είμαι η Ευρυδίκη. Ο Ορφέας σβήνει,
τα μάτια του ανοιχτά στραμμένα προς τον ήλιο.
Ο ΛΟΦΟΣ

Από την ώρα που ο αέρας σταμάτησε να φυσάει
Σ’ ένα δωμάτιο που βλέπει στο δρόμο, δουλεύω σπίτια λέξεων.
Δεν ξέρω αν οι λέξεις έχουν ήδη μια σκιά.
Μα ανεβαίνουν από τον λόφο που τον χτυπάει ο αέρας
που δεν έχει ακόμα όνομα
και που από σήμερα θα ‘θελα να αποκαλώ «λόφο του τραγουδιού».
Da “Primitive”
Se muoversi è vivere,
ferma sulla sedia in faccia al mare
la mia è una quieta morte.
Come pietra non conto le onde
che s’infrangono.
Come gli uccelli non m’importa
quanti decenni vedrò,
ma quanto sono larghe le mie mani.
Nella memoria restano le imprese,
però la storia è un divenire di stelle.
I germogli fioriscono incuranti.
Dopo un attimo di piacere
ospito la vita: al figlio che ho in grembo
rimbocco la prima coperta
calando la mano sulla pancia.
Le azioni sonno assalti a granai svuotati.
Per questo il mio tempo accorda il corpo
agli umori della terra.
Soffia distruzione sulle mura.
Mi vincono il ritmo del cuore
e il respiro che separa l’eruzione
dalla nascita del monte.
*
Stanotte ho sognato un’altra Isola.
Una catena di canali a specchio con case,
capanne sotto le capanne e stalle e buchi sotto le colline.
Un luogo fresco, dove stipare la carne,
lasciare i formaggi, nascondersi dal volto degli uomini.
Ho sognato che scendevo dal pozzo del mio giardino
puntando i piedi alle tacche
che usa il servo per recuperare il secchio.
Prima la lanterna accesa e ombre
di un villaggio in fondo,
poi l’oscurità che spegne la fiammella
e passo passo nei cunicoli scavati,
nei muri affilati a graffiare profili,
man mano il silenzio.
Finché a un tratto, niente appoggi,
intorno solo terra, ho cessato di ascoltare
il mondo fuori e mi eclissavo, dimenticavo le voci.
«Se questa è la morte…»
«Se è questa, non la temo».
Lo dicevo con il linguaggio dei muti, dei paurosi,
dei morti, sentivo fuggire anche il mio pensiero,
solo un peso mi schiacciava il petto
mentre abbandonavo braccia
e gambe, quali braccia, quali gambe?
E il passo si dileguava come stordimento di vino
o incoscienza del primo sonno.
Un brivido di freddo mi ha scosso
e la presenza della mia stessa mano che, dolce,
mi toccava la spalla.
Il mio corpo vivo gridava.
*
Sotto la luce del giorno, al mercato,
ho incontrato uno straniero
accanto a un banco di melagrane.
«Vuoi comprare la storia di Orfeo e Euridice?
Per due melagrane».
«Racconta».
«Erano il giorno e la notte.
Orfeo, vita senza tregua,
piegava le note all’azione, balletto solare.
Euridice accordava la voce alle stagioni.
Un giorno e una notte lei morì.
Già bianca, stretta alle bende,
perduta la forza del sorriso,
sentiva chiamarsi com’era.
Orfeo convinse la morte con la musica.
Ma calpestò la regola del tempo.
Voltandosi verso Euridice
la vide lenta e calma
riprendere il cammino,
girarsi, tornare alla sua morte».
«Com’era Euridice, straniero?»
«Occhi come i tuoi, labbra di desiderio,
stessa tristezza» mi disse,
le labbra già tinte dal frutto.
Tornando a casa, quel giorno, ho cercato
l’attimo in cui l’aspra luce cede alla notte.
Nella notte il sonno è una radice.
Io sono Euridice. Orfeo si eclissa,
occhi aperti verso il sole.
“Il colle”
Da quando il vento ha smesso di fischiare
In una stanza sulla strada, lavoro a case di parole.
Non so se le parole hanno già un’ombra.
Ma salgono dal colle battuto dal vento
che non ha ancora un nome
e che da oggi vorrei chiamare “colle del canto”.
“Sotto la luce del giorno, al mercato,/ ho incontrato uno straniero/ accanto a un banco di melagrane./ «Vuoi comprare la storia di Orfeo e Euridice?/ Per due melagrane».” –«Racconta». ― Primitive
Paola Malavasi è nata a Viterbo nel 1965 ed è deceduta improvvisamente a Venezia il 18 settembre 2005. Emiliana di origine, era una poetessa, giornalista, traduttrice di poesia e professoressa di liceo. Insegnava Letteratura Italiana, Lingua e Letteratura Latina al Liceo Ignazio Vian di Bracciano, in provincia di Roma.

Amava l’insegnamento e puntava sulle capacità e la sensibilità dei giovani. Nel 2005, ha organizzato l’evento “Riunione nell’orto” per i giovani poeti di Casa Moretti a Cesenatico. Aveva già dedicato due antologie ai giovani, intitolate: I ribelli: Maledetti, futuristi e beat (2000) e I luoghi del mito (2001). La sua prima raccolta di poesia, Dolce, è stata pubblicata nel 1999 ed è seguita da tre altre raccolte e due libri di narrativa. Il suo lavoro di traduzione comprende brani dell’Eneide, poesie di Emily Dickinson, del poeta polacco Adam Zagajewski e dell’olandese Willem van Toorn.
Sulla sua poetica sono state scritte molte critiche positive ed è considerata una delle voci più importanti della nuova poesia italiana. La poesia della Malavasi è caratterizzata da uno stile emotivamente intenso però anche riservato che si esprime attraverso un linguaggio quotidiano e lievemente malinconico. Questo linguaggio è introspettivo, preciso, ricco ma allo stesso tempo sobrio e perentorio. Le sue poesie dimostrano la sua preoccupazione con la quotidianità, la casa è la famiglia e contemporaneamente con le grandi questioni dell’esistenza umana come l’amore, il dio e la morte. Inoltre, nelle poesie si distingue una sottile musicalità, e attraverso la loro semplicità, si costruiscono immagini fotografiche di eccezionale chiarezza.
Nel 2001 ha vinto il Premio Montale per l’inedito e nel 2002 il Premio Lerici Pea. Nel 2006, un anno dopo la sua morte, è stata pubblicata la raccolta A questo servono le lacrime, a cura del suo compagno e poeta Ennio Cavalli. Qui, Cavalli scrive con dolore che la poesia della sua compagna veniva da un baratro interiore: «Eravamo in Islanda, nel punto in cui un’energia scape-strata vorrebbe separare i continenti, Europa e America. La tua poesia viene da quel baratro. Dentro di te due mondi si aggiustano in conflitto».
Le due poesie presentate qui sono da ‘Primitive’ e la raccolta ‘A questo servono le lacrime’ e sono tradotte per la prima volta in greco.
Written by Christos Sakellaridis
Αδημοσίευτη μετάφραση από τα ιταλικά Χρήστος Σακελλαρίδης
Traduzione inedita dall’italiano di Christos Sakellaridis
Πληροφορίες/Info
Secolo Donna 2018, Almanacco di poesia italiana al femminile, a cura di Bonifacio Vincenzi, Macabor editore, 2018
Sito Enciclopedia delle donne – Paola Malavasi
Sito Zona di disagio – Paola Malavasi la sua poesia sempre viva
Sito Poesia Corriere Paola Malavasi e l’alfabeto del dolore